αζητιάνευτος

αζητιάνευτος
-η, -ο [ζητιανεύω]
αυτός που δεν αποκτήθηκε με επαιτεία, με ζητιανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αζητιάνευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αποκτήθηκε με τη ζητιανιά: Ήταν βίος αποχτημένο με κόπο, βιος αζητιάνευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιακόνευτος — η, ο [διακονεύω] αυτός που έγινε ή αποκτήθηκε χωρίς διακονιά, χωρίς ζητιανιά, ο αζητιάνευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”